ἀγκυλώσεων

ἀγκυλώσεων
ἀγκυλώσεω̆ν , ἀγκύλωσις
tongue-tie
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκληρόλυση — η, Ν ιατρ. καταστροφή τού ινώδους συνδετικού ιστού με ορισμένες ουσίες και θεραπευτικές μεθόδους, λ.χ. με ιοντισμό, για τη θεραπεία αγκυλώσεων και περιαρθρικών σκληρύνσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”